Του Josh McDowell
Επιθυμούσα να είμαι χαρούμενος. Ήθελα να είναι ένας από τους ποιο ευτυχισμένους ανθρώπους στον κόσμο. Έψαχνα για απαντήσεις στις ερωτήσεις:
Επιπλέον, επιθυμούσα να είμαι ελεύθερος. Ήθελα να είμαι ένας από τους πιο ελεύθερους ανθρώπους στον κόσμο. Ελευθερία για μένα δεν ήταν απλά να κάνεις αυτό που θέλεις – ο καθένας μπορεί να το κάνει αυτό. Ελευθερία, για μένα, σήμαινε να έχεις την δύναμη να κάνεις αυτό που οφείλεις να κάνεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι ξέρουν τι οφείλουν να κάνουν, αλλά δεν έχουν την δύναμη να το κάνουν. Έτσι άρχισα να ψάχνω για απαντήσεις.
Έβλεπα όλους τους ανθρώπους να έχουν κάποια σχέση με την θρησκεία, έτσι έκανα αυτό που έμοιαζε φυσιολογικό και πήγα στην εκκλησία. Πρέπει να έπεσα σε λάθος εκκλησία όμως, γιατί με έκανε να αισθάνομαι χειρότερα. Πήγαινα στην εκκλησία πρωί μεσημέρι και βράδυ, αλλά δεν βοήθησε καθόλου. Είμαι πρακτικός άνθρωπος, και όταν κάτι δεν δουλεύει το παρατάω. Έτσι παράτησα την θρησκεία.
Άρχισα να αναρωτιέμαι αν η απάντηση είναι στην κοινωνική θέση. Να έχω ηγετικό ρόλο, να επιδιώκω κάποιο σκοπό που να δοθώ σ' αυτόν ολοκληρωτικά και να είμαι δημοφιλής, ίσως έχει αποτέλεσμα σκέφτηκα. Στο πανεπιστήμιο που πήγα, τα προεδρεία των φοιτητών κινούσαν τα νήματα και έλεγχαν τα οικονομικά. Έτσι έβαλα υποψηφιότητα για πρόεδρος τον πρωτοετών και εκλέχτηκα. Ήταν υπέροχο να με γνωρίζουν όλοι, να παίρνω τις αποφάσεις και να ξοδεύω τα χρήματα του πανεπιστημίου για να φέρνω τους ομιλητές που ήθελα. Ήταν καταπληκτικό, αλλά ξεθώριασε όπως και κάθε τι άλλο που είχα δοκιμάσει. Ξυπνούσα την Δευτέρα το πρωί (συνήθως με πονοκέφαλο από την προηγούμενη νύχτα) με την σκέψη “άντε άλλες πάλι πέντε μέρες”. Έκανα υπομονή από την Δευτέρα μέχρι την Παρασκευή. Όλη η ευτυχία μου είχε να κάνει με τρία βράδια την βδομάδα – Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή. Και μετά ο φαύλος κύκλος άρχιζε από την αρχή.
Υποπτεύομαι πως λίγοι άνθρωποι στα πανεπιστήμια και τα κολέγια όλης της χώρας ήταν πιο ειλικρινείς ψάχνοντας να βρουν νόημα, την αλήθεια και σκοπό στην ζωή από όσο ήμουν εγώ.
Την περίοδο εκείνη παρατήρησα μία μικρή ομάδα ανθρώπων – οκτώ φοιτητές και δύο μέλη του προσωπικού. Υπήρχε κάτι διαφορετικό στις ζωές τους. Έμοιαζαν να ξέρουν για ποιο λόγο πίστευαν αυτό που πίστευαν. Επίσης έμοιαζαν να ξέρουν που πηγαίνουν.
Οι άνθρωποι αυτοί που πρόσεξα δεν μιλούσαν απλά για αγάπη – την έκαναν πράξη. Έμοιαζαν να υπερβαίνουν τις περιστάσεις τις πανεπιστημιακής ζωής. Ενώ όλοι έμοιαζαν να κυριαρχούνται από τις περιστάσεις, αυτοί φαίνονταν να διατηρούν μία ειρηνική κατάσταση και ικανοποίηση που δεν εξαρτόταν από τις περιστάσεις. Φαίνονταν να έχουν μία εσωτερική, συνεχή πηγή χαράς. Ήταν χαρούμενοι σε βαθμό κακουργήματος. Είχαν κάτι που εγώ δεν είχα.
Όπως και ο μέσος φοιτητής, όταν κάποιος είχε κάτι που δεν είχα, τότε το ήθελα. Έτσι αποφάσισα να πιάσω φιλία με αυτούς τους ενδιαφέροντες ανθρώπους. Δύο εβδομάδες μετά από αυτή την απόφαση καθόμασταν όλοι γύρω από ένα τραπέζι στην φοιτητική λέσχη – έξι φοιτητές και δύο μέλη του προσωπικού. Η συζήτηση άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον Θεό.
Μου την έδιναν στα νεύρα, έτσι τελικά κοίταξα σε μία από την παρέα, μία όμορφη κοπέλα (νόμιζα πως οι Χριστιανοί είναι άσχημοι), ακούμπησα πίσω στην καρέκλα μου (δεν ήθελα οι άλλοι να σκεφτούν πως μου άρεσε) και είπα: “Πες μου, τι άλλαξε τις ζωές σας; Γιατί ζείτε τόσο διαφορετικά από τους υπόλοιπους στο πανεπιστήμιο;”
Η κοπέλα αυτή πρέπει να ήταν βαθύτατα πεπεισμένη. Με κοίταξε κατάματα και είπε δύο λέξεις που ποτέ δεν περίμενα πως θα τις άκουγα σαν απάντηση για οποιοδήποτε πρόβλημα σε πανεπιστήμιο.
“Για τ' όνομα του Θεού” είπα. “Έχω μπουχτίσει από την θρησκεία, έχω μπουχτίσει από την εκκλησία, έχω μπουχτίσει με την Βίβλο. Δεν θέλω να ακούω άλλο γι' αυτά”
Αυτή όμως πέρασε στην αντεπίθεση, “Κοίτα, δεν μίλησα για θρησκεία, είπα Ιησούς Χριστός”. Και είπε κάτι που ποτέ δεν είχα ακούσει μέχρι τότε: ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Θρησκεία είναι όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να βρούνε δρόμο προς τον Θεό με καλά έργα. Χριστιανισμός είναι ο Θεός που έρχεται στον άνθρωπο μέσω του Ιησού Χριστού και προσφέρει μία σχέση με τον εαυτό του.
Πιθανώς υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι στα πανεπιστήμια με λανθασμένες ιδέες για τον Χριστιανισμό παρά σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου. Πριν από λίγο καιρό συνάντησα έναν βοηθό καθηγητή που είπε σε ένα σεμινάριο του πως “όποιος πηγαίνει σε εκκλησία είναι Χριστιανός”. “Με το να πηγαίνεις σε ένα γκαράζ μήπως σε κάνει αυτοκίνητο;” του απάντησα. Μου είπαν λοιπόν πως Χριστιανός είναι αυτός που πιστεύει γνήσια στον Χριστό.
Καθώς εξέταζα τον Χριστιανισμό, οι καινούργιοι μου φίλοι με προκάλεσαν διανοητικά να εξετάσω την ζωή του Ιησού. Βρήκα πως ποτέ ούτε ο Βούδας, ούτε ο Μωάμεθ ούτε ο Κομφούκιος δεν ισχυρίστηκε πως είναι Θεός, ο Ιησούς όμως το έκανε. Οι φίλοι μου μού ζήτησαν να κοιτάξω τις αποδείξεις για την Θεότητα του Ιησού. Ήταν πεπεισμένοι πως ο Ιησούς ήταν Θεός σε ανθρώπινη μορφή, ότι πέθανε στον σταυρό για τις αμαρτίες του ανθρώπινου γένους, και ότι θάφτηκε, και ότι αναστήθηκε μετά από τρεις ημέρες, και πως μπορεί να αλλάξει την ζωή ενός ανθρώπου σήμερα.
Σκέφτηκα πως αυτό είναι μία φάρσα. Στην πραγματικότητα, σκέφτηκα οι περισσότεροι Χριστιανοί είναι ανόητοι που κυκλοφορούν γύρω μας. Περίμενα κάποιος Χριστιανός να μιλήσει στο αμφιθέατρο ώστε να τον κάνω χίλια κομμάτια. Φανταζόμουν πως αν κάποιος Χριστιανός είχε ένα κύτταρο στον εγκέφαλο του, τότε αυτό θα πέθαινε από μοναξιά. Έτσι πίστευα τότε.
Αλλά αυτοί οι άνθρωποι με προκαλούσαν ξανά και ξανά. Τελικά δέχτηκα την πρόκληση. Το έκανα από περηφάνια για να τους διαψεύσω, σκεπτόμενος πως δεν μπορούσαν να υπάρχουν αξιόλογα επιχειρήματα.
Ύστερα από αρκετούς μήνες μελέτης, το μυαλό μου έφτασε στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς Χριστός πρέπει να ήταν αυτός που ισχυριζόταν ότι είναι. Αυτό δημιούργησε ένα σοβαρό πρόβλημα. Το μυαλό μου μού έλεγε ότι όλα αυτά ήταν αληθινά, αλλά η θέληση μου με τραβούσε σε άλλη κατεύθυνση.
Ανακάλυψα πως για να γίνεις Χριστιανός έπρεπε το “εγώ” να θρυμματιστεί. Ο Ιησούς Χριστός είχε κάνει μία ξεκάθαρη πρόσκληση στη θέληση μου να τον εμπιστευτώ. Θα την πω με δικά μου λόγια. “Να! Στέκομαι στην πόρτα και συνεχώς χτυπάω. Αν κάποιος με ακούσει που τον καλώ και ανοίξει την πόρτα, θα έρθω μέσα”. (Αποκάλυψη 3:20). Δεν με ενδιέφερε αν ο Χριστός περπάτησε πάνω στο νερό, ή αν μετέτρεψε το νερό σε κρασί, δεν ήθελα να έχω πάρε δώσε με κάποιον ξενέρωτο. Αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να τελειώσει μία για πάντα ο καιρός που περνούσα καλά. Να λοιπόν που το μυαλό μου μού έλεγε πως ο Χριστιανισμός είναι αλήθεια και η θέληση μου μου έλεγε να φύγω μακριά.
Όποτε βρισκόμουν γύρω από αυτούς τους ενθουσιώδεις Χριστιανούς, η πάλη μέσα μου άρχιζε. Αν έχεις βρεθεί κοντά σε χαρούμενους ανθρώπους όταν είσαι δυστυχισμένος, καταλαβαίνεις πόσο ενοχλητικό είναι αυτό. Ήταν τόσο χαρούμενοι και εγώ τόσο δυστυχισμένος που κυριολεκτικά σηκωνόμουν και έφευγα από την φοιτητική εστία. Έφτασα στο σημείο να ξαπλώνω στις δέκα το βράδυ και να μην με παίρνει ο ύπνος μέχρι τις τέσσερις το πρωί. Ήξερα πως έπρεπε να το βγάλω από το μυαλό μου πριν τρελαθώ το μυαλό μου τελείως. Τελικά η καρδιά και το μυαλό μου συναντήθηκαν στις 19 Δεκεμβρίου 1959 στις 8:30 μ.μ. ενώ ήμουν στο δεύτερο έτος στο πανεπιστήμιο – Έγινα Χριστιανός.
Την νύχτα εκείνη προσευχήθηκα τέσσερα πράγματα για να ξεκινήσω μία σχέση με τον Ιησού Χριστό, πράγμα που από τότε έχει μεταμορφώσει την ζωή μου. Το πρώτο που είπα: “Κύριε Ιησού, σ' ευχαριστώ που πέθανες στο σταυρό για μένα”. Το δεύτερο που είπα: “Ομολογώ τα πράγματα στην ζωή μου που δεν σε ευχαριστούν, και σου ζητώ να με συγχωρέσεις και να με καθαρίσεις”. Το τρίτο που είπα: “Τώρα, με τον καλύτερο τρόπο που μπορώ να το κάνω, ανοίγω την πόρτα της καρδιάς μου και της ζωής μου και σε εμπιστεύομαι σαν Σωτήρα και Κύριο. Πάρε τον έλεγχο της ζωής μου. Άλλαξε με εσωτερικά. Κάνε με τον άνθρωπο που με έπλασες να είμαι.” Το τελευταίο πράγμα που προσευχήθηκα ήταν: “Σ' ευχαριστώ που ήρθες στην ζωή μου με την πίστη”.
Είμαι σίγουρος πως έχεις ακούσει διάφορους θρησκευόμενους ανθρώπους να μιλούν για την προσωπική τους εμπειρία με λάμψεις φωτός. Σ' εμένα, μετά που προσευχήθηκα τίποτα δεν συνέβηκε. Κυριολεκτικά τίποτα, και μέχρι τώρα ακόμα δεν έχω βγάλει φτερά. Στην πραγματικότητα, μετά που πήρα αυτή την απόφαση, αισθάνθηκα χειρότερα. Αισθανόμουν πως ήθελα να κάνω εμετό. Ωχ όχι, σκέφτηκα, που πήγα και έμπλεξα; Πραγματικά αισθανόμουν πως τα είχα χάσει (κάποιοι σίγουρα αυτό θα πιστεύουν!).
Αλλά στους επόμενους έξι μήνες με ενάμιση χρόνο, ανακάλυψα πως δεν τα είχα χάσει. Η ζωή μου είχε αλλάξει. Κάποτε ήμουν σε ένα ντιμπέιτ με τον επικεφαλή του ιστορικού τμήματος του πανεπιστημίου Midwestern, και ανέφερα πως η ζωή μου είχε αλλάξει. Με διέκοψε λέγοντας “McDowell, προσπαθείς να μας πεις ότι ο Θεός άλλαξε αληθινά την ζωή σου στον 20ο αιώνα; Σε ποιους τομείς έγινε αυτό;” Μετά από 45 λεπτά είπε “Εντάξει, αρκετά”. Θα σας πω μερικά από τα πράγματα που είπα στο ακροατήριο εκείνη την ημέρα.
Ένας τομέας που ο Θεός με άλλαξε ήταν η συνεχής ανησυχία που βρισκόμουν. Συνεχώς έπρεπε με κάτι να απασχολούμαι. Περπατούσα στο πανεπιστήμιο και στο μυαλό μου γυρνούσε ένα συνονθύλευμα από αντικρουόμενα πράγματα και εντάσεις. Καθόμουν και προσπαθούσα να μελετήσω, αλλά δυσκολευόμουν. Μερικούς μήνες μετά την απόφαση που πήρα για τον Χριστό, ένα είδος διανοητικής ειρήνης άρχισε να αναπτύσσεται. Μην το πάρετε λάθος, Δεν εννοώ την απουσία εντάσεων. Αυτό που βρήκα στην σχέση με τον Ιησού δεν ήταν η απουσία εντάσεων αλλά η ικανότητα να τις αντιμετωπίζω. Δεν θα το αντάλλαζα αυτό με οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
Ένας άλλος τομέας που άρχισε να αλλάζει ήταν ο οξύθυμος χαρακτήρας μου. Συνήθιζα να εκρήγνυμαι αν κάποιος απλά με κοιτούσε στραβά. Ακόμα έχω τις ουλές από ένα επεισόδιο που παραλίγο να σκοτώσω κάποιον στο πρώτο έτος στο κολέγιο. Ο οξύθυμος χαρακτήρας μου ήταν τόσο μέρος του εαυτού μου, που δεν προσπάθησα συνειδητά να τον αλλάξω. Συνειδητοποίησα πόσο οξύθυμος ήμουν μόνο μετά που το ξεπέρασα! Μόνο μία φορά στα δεκατέσσερα χρόνια είχα έκρηξη θυμού (και αναπλήρωσε όλα τα έξι χρόνια που είχαν περάσει μέχρι τότε!)
Υπάρχει ακόμα μία περιοχή για την οποία δεν είμαι υπερήφανος. Αλλά την αναφέρω γιατί πολλοί άνθρωποι χρειάζονται να έχουν την ίδια αλλαγή στην ζωή τους, και βρήκα την πηγή της αλλαγής: η σχέση με τον Ιησού Χριστό. Η περιοχή αυτή είναι το μίσος. Είχα πολύ μίσος στην ζωή μου. Δεν ήταν κάτι που εκδηλώνονταν προς τα έξω, αλλά μέσα μου είχα ένα εσωτερικό βράσιμο. Μου την έδιναν οι άνθρωποι, πολλά πράγματα και καταστάσεις.
Όμως μισούσα έναν άνθρωπο, περισσότερο από κάθε άλλο στον κόσμο: τον πατέρα μου. Τον μισούσα αφάνταστα. Για μένα ήταν ο αλκοολικός της πόλης. Οι φίλοι μου έλεγαν αστεία για τον πατέρα μου που τρέκλιζε τριγυρίζοντας στο κέντρο της πόλης. Δεν ήξεραν πως με ενοχλούσε. Μαζί με τους άλλους γελούσα και εγώ. Αλλά από μέσα μου έκλαιγα. Πολλές φορές πήγαινα στον στάβλο και έβρισκα την μητέρα μου χτυπημένη τόσο άσχημα που δεν μπορούσε να σηκωθεί, πάνω στην κοπριά δίπλα στις αγελάδες. Όταν είχαμε φίλους στο σπίτι, έβγαζα τον πατέρα μου, τον έδενα στον στάβλο και έκρυβα το αυτοκίνητο πίσω από το σιλό. Λέγαμε στους φίλους μας πως είχε πάει κάπου. Δεν νομίζω πως θα μπορούσε κάποιος να μισεί περισσότερο από όσο εγώ μισούσα τον πατέρα μου.
Μετά την απόφαση που πήρα για τον Χριστό, ήρθε στην ζωή μου και η αγάπη του ήταν τόσο δυνατή που πήρε το μίσος και το αντέστρεψε τελείως. Μπορούσα να κοιτάξω τον πατέρα μου στα μάτια και να του πω: “Μπαμπά σε αγαπάω”. Και πραγματικά το εννοούσα. Μετά από όσα είχα κάνει αυτό τον σόκαρε.
Όταν άλλαξα πανεπιστήμιο, είχα ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Με τον λαιμό μου σε ακινησία, με μετέφεραν στο σπίτι. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον πατέρα μου πού ήρθε στο δωμάτιο μου. Με ρώτησε: “Γιε μου, πως μπορείς να αγαπάς έναν πατέρα σαν κι εμένα;” “Μπαμπά” του είπα “ζήτησα από τον Ιησού Χριστό να έρθει στην ζωή μου. Δεν μπορώ να το εξηγήσω εντελώς, αλλά σαν αποτέλεσμα αυτής της σχέσης βρήκα την ικανότητα να αγαπώ και να δέχομαι όχι μόνο εσένα αλλά και τους άλλους ανθρώπους όπως είναι.”
Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα συνέβηκε μία από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις στην ζωή μου. Κάποιος από την οικογένεια μου, κάποιος που με ήξερε τόσο καλά που δεν θα μπορούσα να τον κοροϊδέψω, μου είπε: “Γιε μου, αν ο Θεός μπορεί να κάνει στην ζωή μου αυτό που είδα να κάνει στην δική σου, τότε θέλω να τον αφήσω να το κάνει”. Και τότε ο πατέρας μου προσευχήθηκε μαζί μου και εμπιστεύτηκε τον Θεό για την συγχώρηση των αμαρτιών του.
Συνήθως η αλλαγή παίρνει αρκετές μέρες, εβδομάδες, μήνες ή και χρόνο. Η ζωή του πατέρα μου άλλαξε εκεί μπροστά στα μάτια μου. Ήταν σαν κάποιος να γύρισε ένα διακόπτη και να άνοιξε μία λάμπα. Δεν είχα ξαναδεί τόσο γρήγορη αλλαγή, ούτε και ξαναείδα από τότε. Ο πατέρας μου άγγιξε το ουίσκι μόνο μία φορά από τότε. Το έφερε μέχρι τα χείλη του και αυτό ήταν όλο. Κατέληξα σε ένα συμπέρασμα: Η σχέση με τον Ιησού Χριστό αλλάζει ζωές.
Μπορείς να γελάσεις με τον Χριστιανισμό, να τον ειρωνευτείς και να τον κοροϊδέψεις. Αλλά έχει αποτέλεσμα. Αλλάζει ζωές. Αν εμπιστευτείς τον Χριστό, άρχισε να παρατηρείς την συμπεριφορά και τις ενέργειες σου, γιατί ο Χριστός αλλάζει ζωές.
Αλλά ο Χριστιανισμός δεν είναι κάτι που μπορείς να το βάλεις με το ζόρι στο μυαλό κάποιου. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σου πω όσα ανακάλυψα. Μετά είναι δική σου απόφαση τι θα κάνεις.
Ίσως τα λόγια που προσευχήθηκα θα σε βοηθήσουν: “Κύριε Ιησού, σε χρειάζομαι. Σ' ευχαριστώ που πέθανες στο σταυρό για μένα. Συγχώρησε με και καθάρισε με. Αυτή την στιγμή σε εμπιστεύομαι σαν Σωτήρα και Κύριο. Κάνε με τον άνθρωπο που με δημιούργησες να είμαι. Στο όνομα του Χριστού. Αμήν”.
Ζήτησα από τον Ιησού να έρθει και να αλλάξει την ζωή μου (ακολουθούν βοηθητικές πληροφορίες)…
Παρακαλώ δώστε μου περισσότερες πληροφορίες για το πώς μπορώ να γνωρίσω καλύτερα τον Ιησού Χριστό…
Ο Josh McDowell είναι παγκόσμια γνωστός ομιλητής, συγγραφέας και εκπρόσωπος της Agape (Χριστιανική Κίνηση Αγάπης). Έχει γράψει περισσότερα από πενήντα βιβλία, ανάμεσα σ' αυτά τα κλασσικά: Περισσότερο από Μαραγκός και Αποδείξεις που Ζητούν Ετυμηγορία.